δίκλινα φυτά

δίκλινα φυτά
Κατηγορία φυτών, των οποίων τα θηλυκά και τα αρσενικά χαρακτηριστικά συνυπάρχουν στο ίδιο φυτό. Βλ. λ. γυμνόσπερμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίκλινος — η, ο και δικλινής, ές 1. αυτός που έχει δύο κλίνες («δίκλινο δωμάτιο») 2. (για φυτά) τα φυτά που έχουν χωριστά τα αρσενικά άνθη από τα θηλυκά 3. το ουδ. εν. ως ουσ. το δίκλινο το δίκλινο δωμάτιο 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίκλινα τα δίκλινα… …   Dictionary of Greek

  • γυμνόσπερμα — (gymnosperma).Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις των ανθοφύτων ή σπερματοφύτων, που περιλαμβάνει όλα τα φυτά των οποίων τα ωοκύτταρα δεν περιβάλλονται από τελείως κλειστή ωοθήκη, είναι δηλαδή γυμνά. Τα σποριάγγεια ή αναπαραγωγά σώματα… …   Dictionary of Greek

  • κουκουρβιτίδες — (cucurbitaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 90 γένη και 700 είδη. Πρόκειται για αναρριχώμενα ή έρποντα φυτά που χαρακτηρίζονται από πεντάγωνα στελέχη και έλικες. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή και, συνήθως,… …   Dictionary of Greek

  • ουρτικώδη — Τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει διάφορους τύπους φυτών, ξυλωδών ή ποωδών, που κατατάσσονται σε τέσσερις οικογένειες: κανναβινίδες (καννάβι), μορίδες (φίκος, μουριά), ουλμίδες (φτελιά) και ουρτικίδες (τσουκνίδα)· κατ’ άλλους, η… …   Dictionary of Greek

  • μορεΐδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, συγγενής με τους ουρτικίδες, που περιλαμβάνει κυρίως είδη των τροπικών περιοχών. Από τα πιο αξιόλογα γένη είναι: η μορεά (μουριά), ο φίκος (συκιά κλπ.), ο αρτόκαρπος, η κεκροπία, η βρουσσονετία, η μακλούρα κ.ά. Οι… …   Dictionary of Greek

  • αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… …   Dictionary of Greek

  • καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • καϋτονίδες — Οικογένεια φανερόγαμων φυτών, τα οποία έζησαν κατά τον μεσοζωικό αιώνα, κυρίως στις λιμνοθάλασσες και στις βαλτώδεις παραλίες· ταξινομούνται στα προσπερματόφυτα. Τα πρώτα τους απολιθώματα βρέθηκαν στα στρώματα του μέσου ιουρασικού του Γιορκσάιρ… …   Dictionary of Greek

  • κωνοφόρα — Σημαντική κλάση ξυλωδών και ρητινωδών φυτών, τα οποία υπάγονται στα γυμνόσπερμα και χαρακτηρίζονται από την απουσία πραγματικής ωοθήκης που να περικλείει σπέρματα. Τα κ. περιλαμβάνουν, εκτός από τους πολλούς απολιθωμένους αντιπροσώπους, περίπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”